- διογκουμένου
- διογκόωdistendpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πισσόλιθος — Ηφαιστειακή ύαλος με περιεκτικότητα νερού μέχρι 10%. Έχει χρώμα μαύρο, κόκκινο ή ανοιχτό πράσινο με λιπαρή στιλπνότητα. Περιέχει μικρόλιθους και μερικές φορές εγκλείσεις. Οι π. διακρίνονται σε λιπαριτικούς, τραχειτικούς, διαβασικούς και… … Dictionary of Greek